Αρχική » Ιστορικά Στοιχεία » Κάρολος - Νικόλαος Φράας

ΚΑΡΟΛΟΣ - ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΡΑΑΣ (1810 - 1875)

Καθηγητής του Πανεπιστημίου στην Έδρα της Συστηματικής Βοτανικής

Γεννήθηκε στο Rattelsdorf της Βαυαρίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1810. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων  σπουδών του στο Bamberg της Βαυαρίας, σπούδασε Ιατρική και Φυτολογία στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian του Μονάχου και διατέλεσε βοηθός των φημισμένων Καθηγητών της Βοτανικής Carl Friedrich Philipp von Martius και Joseph Gerhard Zuccarini. Την 1η Αυγούστου 1834 αναγορεύθηκε Διδάκτορας της Ιατρικής, μέσω μιάς αμιγούς βοτανικής διατριβής με θέμα: "De Smilaceis brasiliensibus" και του χορηγήθηκε πιστοποιητικό διδακτικής επάρκειας για σχολεία της γερμα- νικής μέσης εκπαίδευσης.

Τον Ιανουάριο του 1835 ήλθε στην Ελλάδα και διορίστηκε Διευθυντής της νεοϊδρυθείσας, μαζί με τον Βοτανικό Κήπο, Δασικής Σχολής.

Στις 16 Απριλίου 1835 ίδρυσε μαζί με τον φαρμακοποιό Ξαβέριο Λάνδερερ, τον Κυριάκο Δομνάνδο, τους γιατρούς Lindermayer, Roser, Rothland, Schuh, Sertorius, Wimper και πολλούς άλλους φυσιοδίφες της εποχής την ιδιωτική επιστημονική Εταιρεία Φυσικής Ιστορίας με την επωνυμία «Φυσιογραφική Εταιρεία».

Μετά από δύο χρόνια, στις 14 Απριλίου 1837, διορίστηκε Έκτακτος Καθηγητής της Συστηματικής Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο και την ίδια χρονιά έγραψε για τους φοιτητές του στην καθαρεύουσα το σύγγραμμα: "Στοιχεία της Βοτανικής".

Στις αρχές του 1838 παντρεύτηκε την κυρία επί των τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, Adelheid Voigt, με την οποία απέκτησε συνολικά εννέα παιδιά.

Τον Νοέμβριο του 1841, παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο - εξαιτίας της επικρατούσας πολιτικής κατάστασης εναντίον των Βαυαρών καθώς και των άσχημων συνθηκών διαβίωσης (η γυναίκα του και ο μεγαλύτερος γιός του είχαν προσβληθεί από ελονοσία) - και επέστρεψε στο Μόναχο όπου στις 9 Μαρτίου 1842 διορίσθηκε Καθηγητής της Φυσικής Ιστορίας και της Αγρονομίας (Naturgeschichte und Realien) στη Βασιλική Γεωργική & Εμπορική Σχολή (Landwirtschafts Gewerbeschule) της Freising.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Καθηγητής στη Βασιλική Γεωργική & Εμπορική Σχολή της Freising έγραψε το σημαντικότερο βοτανικό έργο του με τίτλο: "Synopsis plantarum florae classicae”, στο οποίο επιχείρησε να αντιστοιχίσει τις ελληνικές και λατινικές ονομασίες των φυτών από αρχαίους συγγραφείς στα γνωστά είδη της σύγχρονης επιστήμης.

Το 1845 διορίστηκε Επιθεωρητής και Καθηγητής της Χημείας και της Τεχνολογίας στην Ανώτατη Γεωργική Σχολή (Höhere landwirtschaftliche Lehranstalt) του Schleißheim όπου διεξήγαγε πολλά αγροχημικά πειράματα τα οποία του προσέδωσαν μια ευρύτερη γνώση επάνω στα προβλήματα των λιπασμάτων και του επέτρεψαν να αποδείξει ότι η ευρεσιτεχνία λιπάσματος (Patent- dünger) του Justus Liebig δεν είχε καμία επίδραση.

Το χειμερινό εξάμηνο 1847 - 1848 διορίστηκε Επίκουρος Καθηγητής της Γεωργίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπι- στημίου του Μονάχου και αμέσως μετά τον θάνατο του Καθηγητή Josef Gerhard Zuccarini (18/02/1848) υπέβαλε αίτηση για την κενή έδρα της Δασοκομίας - Οικονομικοτεχνικής Βοτανικής και Δασικής Παραγωγής (Forstbotanik, ökonomisch-technische Botanik und forstliche Produktion) για την οποία τελικά επιλέχθηκε ομόφωνα στις 16 Μαρτίου 1848 μεταξύ έξι άλλων συνυποψηφίων του, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι διακεκριμένοι Βοτανολόγοι Friedrich Schultz και Adalbert Schnitzlein.

Κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας ανέπτυξε μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα και υπήρξε επιμελητής έκδοσης των περιοδικών "Die Schramme" και "Centralblatt des landwirtschaftlichen Vereins in Bayern".

Διατέλεσε Διευθυντής της Βασιλικής Κεντρικής Κτηνιατρικής  Σχολής (Königliche Thierarzneischule) όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εκπαίδευση των Κτηνιάτρων και διεξήγαγε διάφορα αγροχημικά πειράματα τα οποία τον οδήγησαν στην εφεύρεση του λυσίμετρου, ενός εργαλείου για την εξαγωγή εδαφικού διαλύματος από εδάφη και υποστρώματα προκειμένου να προσδιορισθεί η ποιότητά τους.

Υπήρξε Επιμελητής του Κεντρικού Γραφείου Πειραμάτων της Ένωσης των Βαυαρών Αγρονόμων και συνέβαλε αποφασιστικά στην έναρξη παραγωγής χημικών λιπασμάτων στη Βαυαρία καθώς και στην ίδρυση αγροτικών συλλόγων.

Επειδή ήταν ένας ιδιαίτερα εριστικός επιστήμονας, ο οποίος ωστόσο μπορούσε να υπερασπισθεί  σθεναρά τις αγρο-πολιτικές του θέσεις, αλλά δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την περιστασιακή πολεμική, τις επιθέσεις και ορισμένες δολοπλοκίες του συναδέλφου του Justus Liebig, τελικά το 1861 παραιτήθηκε, έζησε έναν απομονωμένο βίο και αναγκάστηκε να δει τη σταδιακή εξαφάνιση των Γεωργικών Επι- στημών από το Πρόγραμμα Σπουδών του Πανεπιστημίου.

Απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου 1875, στο Neufreimann σε ηλικία 65 ετών.

______________________________

ΠΗΓΕΣ: 1) Στεφανίδης, Μ. Κ. (1952) Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Εκατονταετηρίς 1837-1937. Τόμος Ε: Ιστορία της Φυσικομαθηματικής Σχολής, Τεύχος Β’. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 2) Zehetmair, F.A. (1995) Carl Nikolaus Fraas (1810-1875): Ein bayerischer Agrarwissenschaftler und Reformer der intensiven Landwirtschaft. Miscellanea Bavarica Monacensia, Band 151 Neue Schriftenreihe des Stadtarchivs München 3) Kalheber, H. (2006) Bavarian plant collectors in Greece – 1. Franz Xaver Berger, Franz Zuccarini and Carl Nikolaus Fraas. Willdenowia 36 (Special Issue) 565-578 4) Fraas, Karl Nikolas - Munich and Botany