Αρχική » Ιστορικά Στοιχεία » Κωνσταντίνος Αναγνωστίδης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗΣ (1924 - 1994)

Καθηγητής του Πανεπιστημίου στην Έδρα της Συστηματικής Βοτανικής

Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1924 στη Θεσσαλονίκη και είχε περιπετειώδη παιδική ζωή αφού προήρχετο από γονείς της διασποράς που μετανάστευσαν από τη Μ. Ασία και τον Καύκασο. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του (1942) εισήχθη στην Ιατρική Σχολή και στο Φυσικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ- σαλονίκης, και στο τρίτο έτος των σπουδών του προέβη σε μετεγγραφή στο νεοσύστατο Φυσιογνωστικό Τμήμα της ίδιας Σχολής. Διέκοψε τις σπουδές του (1947) και κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό από όπου αφυπηρέτησε (1950) με τον βαθμό του Λοχία.

Έλαβε το πτυχίο του Φυσιογνωστικού Τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1952. Εργάσθηκε ως Καθηγητής σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης (1952–1959), ενώ από τον Φεβρουάριο του 1954 άρχισε να υπηρετεί στο Εργαστήριο Συστηματικής Βοτανικής και Φυτογεωγραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αρχικά ως άμισθος και από τον Ιούλιο του 1955 ως έμμισθος Βοηθός.

Yπέβαλε (1961) στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διδακτορική  διατριβή με τίτλο: "Έρευναι επί των κυανοφυκών θερμοπηγών τινών της Ελλάδος" και αναγορεύθηκε Διδάκτορας με βαθμό "άριστα" (Εισηγητής, ο Καθηγητής Κ. Γκανιάτσας). Η συγκεκριμένη διατριβή ήταν μια εξαιρετική συνεισφορά στη  συστηματική και ταξινομική των κυανοβακτηρίων και υπήρξε η αφετηρία του μετέπειτα ερευνητικού του έργου.

Εργάσθηκε (1957 και 1958) ερευνητικά σε θέματα συστηματικής των κυανοφυκών στο Zagreb της Γιουγκοσλαβίας υπό την καθοδήγηση του διακεκριμένου Καθηγητή και Ακαδημαϊκού V. Vouk, ο οποίος ήταν τότε Διευθυντής του Βοτανικού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Zagerb και του Ινστιτούτου Πειραματικής Βιολογίας της Ακαδημίας Επιστημών. Σε στενή μάλιστα συνεργασία με τον βοηθό του Καθηγητή, Dr. Golubić – ο οποίος ήταν ήδη Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο New Heaven του Connecticut, USA – μελέτησε υλικό που είχε συλλεγεί από διαφόρους βιότοπους της Γιουγκοσλαβίας. Η συνεργασία αυτή επαναλήφθηκε (1959 και 1960) στο Εργα- στήριο Συστηματικής Βοτανικής και Φυτογεωγραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καθώς και στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας της Ακαδημίας Επιστημών στην πόλη Rovinj της Γιουγκοσλαβίας (1963).

Έλαβε υποτροφία (1964) από την Επιστημονική Επιτροπή του ΝΑΤΟ και μετά από πρόσκληση των καθηγητών H. Sioli και G. H. Schwabe, μετέβη στο Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Μax-Plank  Gesellschaft στο Plön/Holstein της Γερμανίας όπου εργάσθηκε ερευνητικά επί μία δεκαετία, τόσο αυτοτελώς, όσο και σε συνεργασία με τους καθηγητές J. Overbeck, G. H. Schwaabe και H. Utermöhl με θέμα τα φωτοτροφικά βακτήρια.

Μετά τη λήξη της προαναφερόμενης υποτροφίας, του χορηγήθηκε άλλη από τη Μax-Plank Gesellschaft και πριν τη λήξη αυτής, μετά από πρόταση των Καθηγητών H. Skuja (Uppsala) και E. G. Pringsheim (Göttingen), του χορηγήθηκε μια νέα υποτροφία από την Alexander von Humboldt Stiftung (Dozenten Stipendium). Εν τω μεταξύ διορίσθηκε (1965) Επιμελητής του Εργαστηρίου Συστη- ματικής Βοτανικής και Φυτογεωγραφίας στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όπου και δίδαξε ειδικά κεφάλαια Φυτογεωγραφίας σε προπτυχιακούς φοιτητές του Φυσιογνωστικού και του Δασολογικού Τμήματος, καθώς και το μάθημα της Συστηματικής Βοτανικής σε φοιτητές του Φυσιογνωστικού, Φαρμακευτικού, Γεωπονικού και Δασολογικού Τμήματος.

Στο Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Μax - Plank - Gesellschaft μελέτησε την παράλια χλωρίδα των μακροφυκών και των μικροφυκών, κυρίως δε το φυτοπλαγκτόν των περισσοτέρων λιμνών της περιοχής του Holstein, με αποτέλεσμα να διαπιστώσει και να προσδιορίσει πλήθος μικροοργανισμών, οι οποίοι δεν ήταν μέχρι τότε γνωστοί στη Γερμανία ούτε και στην υπόλοιπη Κεντρική Ευρώπη, και να καταστεί ειδικός στις βενθικές υπολίμνιες συναθροίσεις βακτηρίων.

Παρά την προαναφερθείσα ειδίκευση που είχε αποκτήσει στο Υδροβιολογικό Ινστιτούτο της Μax - Plank - Gesellschaft, τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται από το έτος 1968 και εντεύθεν στις θερμές ελληνικές λίμνες και στη σχέση τους με τα οικοσυστήματα γλυκέων υδάτων της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι, η διατριβή του επί υφηγεσία που αφορά στις θειοκοινωνίες («sulphureta») διαφόρων θαλασσίων- και γλυκέων- υδάτων οικοτόπων της Ελλάδος, απετέλεσε μια ενδιαφέρουσα συμβολή παγκοσμίως στη μελέτη των θειο- βακτηρίων και των συνοδών ομάδων φυκών.

Οι ανωτέρω ερευνητικές δραστηριότητες συνεχίσθηκαν στην Αθήνα μετά την εκλογή του σε θέση Έκτακτου Καθηγητή (1969) και Τακτικού Καθηγητή (1970) της Συστηματικής Βοτανικής στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ταυτοχρόνως ανέλαβε τη Διεύθυνση του Εργαστηρίου Συστηματικής Βοτανικής, του Βοτανικού Μουσείου και του Βοτανικού Κήπου του Πανεπι- στημίου, αξιώματα τα οποία διατήρησε με ιδιαίτερη επιτυχία επί μία εικοσαετία, μέχρι τη συνταξιοδότησή του (1991), σε ηλικία 67 ετών.

Υπήρξε πρωτοπόρος στους τομείς της Φυκολογίας και της Λιμνολογίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και χρημάτισε μέλος πολλών Διεθνών Επιστημονικών Επιτροπών. Διατέλεσε Εθνικός Εκπρόσωπος στη Διεθνή Εταιρεία Λιμνολογίας (International Society of Limnology, ISL) και από το  έτος 1986 χρημάτισε Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας για την Έρευνα των  Κυανοβακτηρίων (Interna- tional Association of Cyanophyte Research, IAC).

Το ερευνητικό του έργο, κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας, επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στη μελέτη των κυανοβακτηρίων αλλά συχνά επεκτάθηκε και σε άλλες ομάδες φυκών και βακτηρίων και επηρεάσθηκε κυρίως από τις μελέτες των Y. Vouk, E. Pringsheim και H. Skuja.

Η αναγνώριση της οικολογικής σημασίας των οξυφωτοτροφικών κυανοπροκαρυωτικών και άλλων ομάδων βακτηρίων του επέτρεψε να επικεντρωθεί στο επίπονο αντικείμενο της συστηματικής-ταξινομικής και της οικολογίας τους σε φυσικούς οικότοπους. Οι ακραίοι βιότοποι, όπως ορισμένοι θαλάσσιοι παράκτιοι οικότοποι, οι υπεράλμυροι βιότοποι, τα ηφαιστειακά υποστρώματα, οι θερμοπηγές, οι αεροφυτικοί βράχοι κ.λπ. εξετάστηκαν από τον ίδιο και τους μαθητές του ως πρότυπες περιοχές μελέτης.

Επίσης, τροποποίησε τη συμβατική μεθοδολογία και την εφάρμοσε κατά την εξερεύνηση της ενδολιθικής ασβεστολιθικής μικρο- χλωρίδας παράκτιων θαλάσσιων και γλυκέων υδάτων περιοχών της Ελλάδας.

Οι μελέτες του ως προς την κινητικότητα των κυανοπροκαρυωτικών οργανισμών και τη μορφολογική τους διαφοροποίηση υπό περιβαλλοντική καταπόνηση, απεικονίζουν το εξαιρετικό ταλέντο παρατήρησης που διέθετε καθώς και την ικανότητα να διακρίνει διάφορες μορφές και οικότυπους. Οι μελέτες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την περιγραφή πολυάριθμων τύπων κυανοπροκαρυωτικών ειδών ως νέων για την επιστήμη και την αναθεώρηση παλαιότερων περιγραφών τους.

Το συγκεκριμένο ερευνητικό υπόβαθρο μαζί με την εκτενή εμπειρία που διέθετε του επέτρεψαν να αναθεωρήσει επισταμένως το παρα- δοσιακό ταξινομικό σύστημα των κυανοπροκαρυωτών, στηριζόμενος σε ποικίλα ταξινομικά κριτήρια και λαμβάνοντας υπόψη τη μορφολογική απλότητα, τη μοναδική ειδογένεση και την οικολογική ευαισθησία τους, η οποία προκαλεί οικοδιαφοροποίηση και μερικές φορές περίπλοκους βιολογικούς κύκλους.

Η προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει μια ποικιλία κριτηρίων στη συστηματική-ταξινομική των κυανοβακτηρίων στηρίχθηκε στην τεράστια γνώση και κατοχή της σχετικής βιβλιογραφίας καθώς και στην ικανότητά του να συγκρίνει και να συνδυάζει τα δεδομένα που προέκυπταν από τις παραδοσιακές και τις σύγχρονες μεθόδους. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, του σεβασμού όλων των κλασ- σικών και σύγχρονων πηγών, κατέστησε πραγματικά μοναδική τη συμβολή του στην αναθεώρηση του σύγχρονου συστήματος των κυανοπροκαρυωτών, σε συνεργασία με τον J. Komárek.

Ο θάνατός του με τη συμπλήρωση 70 χρόνων ζωής, στις 9 Δεκεμβρίου 1994, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στη σύζυγό του Νίτσα Αναγνωστίδη, στην κόρη του Μαριαλένα, και στους δύο πολυαγαπημένους του εγγονούς Κωστή και Φίλιππο Δημόπουλο. Επιπλέον, δεν του επέτρεψε να χαρεί το αποτέλεσμα των επιστημονικών του προσπαθειών - την ολοκλήρωση και δημοσίευση του σύγχρονου ταξινο- μικού συστήματος των κυανοβακτηρίων και των σχετικών κλειδών ταυτοποίησης των ειδών, ένα έργο σε συνεργασία με τον στενό του φίλο Καθηγητή J. Komárek.

Επτά χρόνια μετά τον θάνατό του (2001) του απονεμήθη το διεθνές βραβείο "Gerald W. Prescott", απο κοινού με τον συνεργάτη του Jirí Komárek για τη δημοσίευση του σημαντικού τους έργου: Cyanoprokaryota 1. Teil: Chroococcales [In: Ettl, H., Gärtner, G., Heynig, H., Mollenhauer, D. (eds. 1999) SuBwasserflora von Mitteleuropa 19/1.] Gustav Fischer, Jena. 548 pp. Το βραβείο αυτό απονέμεται από την ομώνυμη Επιτροπή της Αμερικανικής Φυκολογικής Εταιρείας ως αναγνώριση του ακαδημαϊκού έργου που έχει πραγματο- ποιηθεί στην αγγλική γλώσσα με τη μορφή ενός δημοσιευμένου βιβλίου ή μιάς μονογραφίας αφιερωμένης στη φυκολογία.

Σήμερα, οι συνεργάτες και μαθητές του στον Τομέα Οικολογίας και Ταξινομικής του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών συνεχίζουν το έργο του, καθώς και την επιστημονική προσέγγιση και την εν γένει φιλοσοφία του, μελετώντας διάφορες ομάδες φυκών από συστηματική και οικολογική άποψη.

Καθηγήτρια Αθ. Οικονόμου - Αμίλλη

Κατάλογος Επιλεγμένων Δημοσιεύσεων

______________________________

ΠΗΓΕΣ: 1) Αναγνωστίδης, Κ. (1968) Σπουδαί - Τίτλοι και Επιστημονική Δράσις. Θεσσαλονίκη, 2) Αθανασακόπουλος, Κ. (Εκδότης - 1979) Βιογραφικό Λεξικό Προσωπικοτήτων Who's Who 1979. Αθήνα, 3) Economou-Amilli, A., Komárek, J. (1996) In Memoriam - Konsta- ntinos Anagnostidis Phycologia, Vol. 35 (1), 41-43